αεροπλανοφόρο

αεροπλανοφόρο
το
πολεμικό πλοίο διασκευασμένο κατάλληλα για τη μεταφορά, προσνήωση και απονήωση αεροπλάνων: Τα αεροπλανοφόρα είναι τα πιο πολυέξοδα πολεμικά πλοία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • καμικάζι ή καμικάζε — Ιαπωνική λέξη που σημαίνει θεϊκός άνεμος και δόθηκε στον τυφώνα, ο οποίος το 1281 διασκόρπισε τον στόλο που είχαν στείλει οι Μογγόλοι εναντίον της Ιαπωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η προσωνυμία αυτή χρησιμοποιήθηκε για τους… …   Dictionary of Greek

  • Μίντγουεϊ, ναυμαχία του- — Αεροναυτική σύγκρουση (4 6 Ιουνίου 1942) μεταξύ των ιαπωνικών και αμερικανικών δυνάμεων, μία από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Ιάπωνες ήθελαν να καταλάβουν τα νησιά Μίντγουεϊ για να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση από όπου θα… …   Dictionary of Greek

  • ελικοπτεροφόρος — α, ο 1. που μεταφέρει ελικόπτερα. 2. το ουδ. ως ουσ., ελικοπτεροφόρο (ενν. πλοίο), μεγάλο πολεμικό πλοίο με αεροδρόμιο, ειδικό για μεταφορά ελικοπτέρων (πρβλ. αεροπλανοφόρο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”